- ἁλιγείτων
- ἁλι-γείτων, Meernachbar
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
αλιγείτων — ἁλιγείτων, ονος (Α) γειτονικός προς τη θάλασσα, παραθαλάσσιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλι * (< ἅλς) + γείτων νος] … Dictionary of Greek
ἁλιγείτονα — ἁλιγείτων near the sea neut nom/voc/acc pl ἁλιγείτων near the sea masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁλιγείτονι — ἁλιγείτων near the sea dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁλιγείτονος — ἁλιγείτων near the sea gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλι- — Γλωσσ. α συνθετικό λέξεων τής αρχαίας Ελληνικής με μεγάλη παραγωγικότητα, που προέρχεται ετυμολογικά από το ουσ. ἅλς* (I), (II) «θάλασσα, αλάτι». Το ἁλι ως α συνθετικό σημαίνει συνήθως «θάλασσα» και σπανιότερα «αλάτι». Στα νέα Ελληνικά απαντά… … Dictionary of Greek
γείτονας — ο (θηλ. ισσα, η) (AM γειτων, ο, η) 1. αυτός που κατοικεί ή βρίσκεται κοντά σε κάποιον άλλο 2. φρ. «πρώτα το γείτονα και μετά τον αδερφό» (γιατί μερικές φορές οι γείτονες προστρέχουν να μας βοηθήσουν πιο αποτελεσματικά κι απ τους συγγενείς) β.… … Dictionary of Greek